διαλεγμένα

διαλεγμένα
διαλεγμένᾱ , διά-λέγω 1
lay
aor part pass fem nom/voc/acc dual
διαλεγμένᾱ , διά-λέγω 1
lay
aor part pass fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • παρασιτοκτονία — Η καταστροφή των πολυκύτταρων ζωικών οργανισμών που είναι βλαβεροί για τον άνθρωπο, είτε αυτοί οι ίδιοι είτε ως φορείς ασθενειών. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του οργανισμού· στην πρώτη περίπτωση η π. συμπίπτει με… …   Dictionary of Greek

  • Φίρινγκ, Κένεθ — (Fearing, Όακ Παρκ, Ιλινόις 1902 – 1961). Αμερικανός ποιητής. Στα έργα του μιμείται το στιλ του Χουίτμαν ψάχνοντας μέσα στην ποίησή του για λύσεις στα σημερινά προβλήματα, πότε κατηγορώντας την πολιτική της σύγχρονης Αμερικής πότε δίνοντας… …   Dictionary of Greek

  • διαλέγω — διάλεξα, διαλέχτηκα, διαλεγμένος 1. επιλέγω τα καλύτερα ή προτιμότερα στοιχεία ενός συνόλου, κάνω εκλογή. 2. η μτχ., διαλεγμένος ξεχωριστός, επιλεγμένος, άριστος: Ο μανάβης μας έχει πάντοτε διαλεγμένα φρούτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”